ῥυτιδώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῠτῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ῥυτίδας, [[πλήρης]] ῥυτίδων, γαστέρες Ἱππ. Προρρ. 105, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· τὰ περὶ τὰ ὄμματα ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 1· [[φύλλον]] ῥ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 6. | |lstext='''ῥῠτῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ῥυτίδας, [[πλήρης]] ῥυτίδων, γαστέρες Ἱππ. Προρρ. 105, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· τὰ περὶ τὰ ὄμματα ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 1· [[φύλλον]] ῥ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[ῥυτιδώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥυτίς]], -[[ίδος]]]<br />[[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ρυτιδωμένος, ρυτιδιασμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A wrinkled-looking, γαστέρες Hp.Prorrh.2.23, cf. Arist.HA604a28; τὰ ῥ. τῶν προσώπων Id.Phgn.808a8; φύλλον -έστερον Thphr.HP4.6.6.
German (Pape)
[Seite 854] ες, runzlig, von runzligem Ansehen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠτῐδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ῥυτίδας, πλήρης ῥυτίδων, γαστέρες Ἱππ. Προρρ. 105, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· τὰ περὶ τὰ ὄμματα ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 1· φύλλον ῥ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 6.
Greek Monolingual
-ες / ῥυτιδώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥυτίς, -ίδος]
γεμάτος ρυτίδες, ρυτιδωμένος, ρυτιδιασμένος.