ἐπάνωθεν: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάνωθεν''': Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη [[ἐπάνωθεν]], «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· [[μετὰ]] γεν., [[ἐπάνωθεν]] ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ [[ἐπάνωθεν]], οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ [[τύπος]] ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] σου. | |lstext='''ἐπάνωθεν''': Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη [[ἐπάνωθεν]], «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· [[μετὰ]] γεν., [[ἐπάνωθεν]] ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ [[ἐπάνωθεν]], οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ [[τύπος]] ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] σου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de dessus, d’en haut;<br /><b>2</b> d’autrefois.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπάνω]], -θεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἐπάντλ-ωθε, Adv.
A above, on top, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463: c. gen., Pl.Ti.45a, Luc.Epigr.39. 2 up country, inland, Th.2.99. II of Time, of old, χαῶν τῶν ἐ. prob. in Theoc.7.5; τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Id.Ep.22.3; ἐν τοῖς ἐ. in former times, CPR188.19 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 903] von oben her, drüber, Eur. Alc. 463; ἡμῶν Tim. Locr. 45 a; Thuc. 2, 99; χαῶν τῶν ἐπ. Theocr. 7, 5, die Edeln der Vorzeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάνωθεν: Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· μετὰ γεν., ἐπάνωθεν ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ τύπος ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ χῶμα ἐπάνω σου.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de dessus, d’en haut;
2 d’autrefois.
Étymologie: ἐπάνω, -θεν.