ψυχοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_7)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] τῇ ψυχῇ, [[πνευματικός]], Φίλων 1. 15.
|lstext='''ψῡχοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] τῇ ψυχῇ, [[πνευματικός]], Φίλων 1. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με την [[ψυχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ψυχοειδή</i><br /><b>βοτ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών ψυχανθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου (<b>βλ. λ.</b> [[ψυχανθή]])].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοειδής Medium diacritics: ψυχοειδής Low diacritics: ψυχοειδής Capitals: ΨΥΧΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psychoeidḗs Transliteration B: psychoeidēs Transliteration C: psychoeidis Beta Code: yuxoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of the nature of soul, spiritual, Ph.1.15, 2.17, Theol.Ar.39.

German (Pape)

[Seite 1404] ές, von der Art der Seele, seelenartig, seelenähnlich, Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ ψυχῇ, πνευματικός, Φίλων 1. 15.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με την ψυχή
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοειδή
βοτ. παλαιότερη ονομασία τών ψυχανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -ειδής. Ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου (βλ. λ. ψυχανθή)].