πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠσῐνής''': -ές, ([[σίνομαι]]) [[λίαν]] [[βλαβερός]], [[ὀλέθριος]], [[κύων]] Αἰσχύλ. Χο. 446.
|lstext='''πολῠσῐνής''': -ές, ([[σίνομαι]]) [[λίαν]] [[βλαβερός]], [[ὀλέθριος]], [[κύων]] Αἰσχύλ. Χο. 446.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.