παντοεπής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντοεπής''': -ές, = [[παντολόγος]], Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
|lstext='''παντοεπής''': -ές, = [[παντολόγος]], Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λέει τα [[πάντα]], αυτός που φλυαρεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>επής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοεπής Medium diacritics: παντοεπής Low diacritics: παντοεπής Capitals: ΠΑΝΤΟΕΠΗΣ
Transliteration A: pantoepḗs Transliteration B: pantoepēs Transliteration C: pantoepis Beta Code: pantoeph/s

English (LSJ)

ές,

   A all-chattering, Adam. 2.41.

German (Pape)

[Seite 464] ές, Alles redend, Adamant. physiogn. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

παντοεπής: -ές, = παντολόγος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λέει τα πάντα, αυτός που φλυαρεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -επής (< ἔπος), πρβλ. πολυ-επής].