παντοεπής
From LSJ
English (LSJ)
παντοεπές, all-chattering, Adam. 2.41.
German (Pape)
[Seite 464] ές, Alles redend, Adamant. physiogn. 2, 27.
Greek (Liddell-Scott)
παντοεπής: -ές, = παντολόγος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λέει τα πάντα, αυτός που φλυαρεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -επής (< ἔπος), πρβλ. πολυεπής].