γενναιοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_7)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενναιοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.
|lstext='''γενναιοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενναιοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -[[πῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενναιοπρεπής Medium diacritics: γενναιοπρεπής Low diacritics: γενναιοπρεπής Capitals: ΓΕΝΝΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: gennaioprepḗs Transliteration B: gennaioprepēs Transliteration C: gennaioprepis Beta Code: gennaiopreph/s

English (LSJ)

ές,

   A befitting a noble: only in Adv. -πῶς Ar.Pax988.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.

Greek Monotonic

γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.