Κοιογενής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_7)
(SL_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κοιογενής''': -ές, γεννηθεῖσα ἐκ τοῦ Κοίου, δηλ, ἡ [[Λητώ]], ἥτις ἦτο [[θυγάτηρ]] τοῦ Κοίου, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7· ― οὕτω, Κοιογένεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 710· Κοιηΐς, ὅ ἴδε· ― πρβλ. Ἡσ. Θ. 404.
|lstext='''Κοιογενής''': -ές, γεννηθεῖσα ἐκ τοῦ Κοίου, δηλ, ἡ [[Λητώ]], ἥτις ἦτο [[θυγάτηρ]] τοῦ Κοίου, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7· ― οὕτω, Κοιογένεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 710· Κοιηΐς, ὅ ἴδε· ― πρβλ. Ἡσ. Θ. 404.
}}
{{Slater
|sltr=[[Κοιογενής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[born]] of Koios, epith. of [[Leto]]. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κοιογενής Medium diacritics: Κοιογενής Low diacritics: Κοιογενής Capitals: ΚΟΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Koiogenḗs Transliteration B: Koiogenēs Transliteration C: Koiogenis Beta Code: *koiogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born of Coios, i.e. Latona, Pi.Fr.88.2:—fem. Κοιογένεια A.R.2.710; Κοιηΐς (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

Κοιογενής: -ές, γεννηθεῖσα ἐκ τοῦ Κοίου, δηλ, ἡ Λητώ, ἥτις ἦτο θυγάτηρ τοῦ Κοίου, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 7· ― οὕτω, Κοιογένεια, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 710· Κοιηΐς, ὅ ἴδε· ― πρβλ. Ἡσ. Θ. 404.

English (Slater)

Κοιογενής
   1 born of Koios, epith. of Leto. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.