χθονοτρεφής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χθονοτρεφής''': -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407. | |lstext='''χθονοτρεφής''': -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />nourri par la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.
Greek (Liddell-Scott)
χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.