τραχηλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_7) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλώδης''': -ες, = [[τραχηλοειδής]], [[ὅμοιος]] τραχήλῳ, δειράδες Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873. | |lstext='''τρᾰχηλώδης''': -ες, = [[τραχηλοειδής]], [[ὅμοιος]] τραχήλῳ, δειράδες Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[τράχηλος]]<br />[[τραχηλοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = τραχηλοειδής, Sch.Nic.Th.871.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλώδης: -ες, = τραχηλοειδής, ὅμοιος τραχήλῳ, δειράδες Σχόλ. εἰς Νικάνδρ. Θηρ. 873.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τράχηλος
τραχηλοειδής.