βιοστερής: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιοστερής''': -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. [[βίος]] ΙΙ.
|lstext='''βιοστερής''': -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. [[βίος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />privé de ressources pour vivre.<br />'''Étymologie:''' [[βίος]], [[στερέω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοστερής Medium diacritics: βιοστερής Low diacritics: βιοστερής Capitals: ΒΙΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: biosterḗs Transliteration B: biosterēs Transliteration C: viosteris Beta Code: biosterh/s

English (LSJ)

ές,

   A reft of the means of life, S.OC747.

German (Pape)

[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.

Greek (Liddell-Scott)

βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.