κυματοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡμᾰτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] κύμασι, τρικυμιώδης, [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Προβλ. 26. 16. | |lstext='''κῡμᾰτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] κύμασι, τρικυμιώδης, [[ἄνεμος]] Ἀριστ. Προβλ. 26. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κυματοειδής]])<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] κύματος, αυτός που μοιάζει με [[κύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυελλώδης]], [[τρικυμιώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυματοειδώς</i> (Α κυματοειδῶς)<br />με κυματοειδή τρόπο, σαν [[κύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like waves: stormy, οἱ νότοι Arist.Pr.942a6. Adv. -δῶς Democr.126.
German (Pape)
[Seite 1530] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοειδής: -ές, ὅμοιος κύμασι, τρικυμιώδης, ἄνεμος Ἀριστ. Προβλ. 26. 16.
Greek Monolingual
-ές (Α κυματοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα
αρχ.
θυελλώδης, τρικυμιώδης.
επίρρ...
κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς)
με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -ειδής].