κορυζάω: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορυζάω''': ἔχω κατάρρουν τῆς [[ῥινός]], τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνοηταίνω]], βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)[[μένος]]» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.
|lstext='''κορυζάω''': ἔχω κατάρρουν τῆς [[ῥινός]], τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνοηταίνω]], βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)[[μένος]]» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir un rhume de cerveau.<br />'''Étymologie:''' [[κόρυζα]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυζάω Medium diacritics: κορυζάω Low diacritics: κορυζάω Capitals: ΚΟΡΥΖΑΩ
Transliteration A: koryzáō Transliteration B: koryzaō Transliteration C: koryzao Beta Code: koruza/w

English (LSJ)

   A have a catarrh, run at the nose, Pl.R.343a (with a play on signf. 11), Arist.Pr.861a18; ἀλεκτρυόνα γέροντα ἤδη καὶ -ῶντα Luc.JTr.15.    II metaph., drivel, ἐκορύζων αἱ πόλεις Plb.38.12.5, cf. Phld.D.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

κορυζάω: ἔχω κατάρρουν τῆς ῥινός, τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., ἀνοηταίνω, βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)μένος» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir un rhume de cerveau.
Étymologie: κόρυζα.