ἀνάχυσις: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναχέω]]) [[ἔκχυσις]], χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. [[λιμνοθάλασσα]], «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140. | |lstext='''ἀνάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναχέω]]) [[ἔκχυσις]], χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. [[λιμνοθάλασσα]], «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épanchement (de bile) ; <i>fig.</i> épanchement de l’âme ; <i>en mauv. part</i> désordre des mœurs;<br /><b>2</b> estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, ἀναχέω
A expansion, effusion, χολῆς Aret.SD1.15; ἰκτεριώδης Sor.1.48, cf. Ruf.Fr.79.9; πύου Erasistr. ap. Gal.8.318; τῶν εἰδῶν εἰς τὸ ὄν Simp.in Ph.503.32: metaph., ἀ. ψυχῆς exhilaration, Ph.2.187. b exhalation, τοῦ ὠκεανοῦ (causing fogs) Prisc. p.341 D. 2 ἡ τῆς ἀσωτίας ἀ. excess of profligacy, 1 Ep.Pet.4.4; τοῦ ἀλόγου πάθους Ph.1.695; of enthusiasm, Metrod.Herc.831.13. II expanse of water, e.g. estuary, Str.3.1.9: pl., ἀ. θαλάττης inundations, Max.Tyr.38.3; ἀνάχυσιν λαμβανούσης τῆς θαλάσσης Ocell.3.4. III an expectorant, = σύμφυτον, Ps.-Dsc.4.9.
German (Pape)
[Seite 215] ἡ, das Ausgießen; bes. Stellen, in die das Meer sich bei der Fluth ergießt, aestuaria, Strab. 1, 1, 7. Uebtr., ἀσωτίας N. T, Schlaffheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάχῠσις: -εως, ἡ, (ἀναχέω) ἔκχυσις, χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. λιμνοθάλασσα, «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 épanchement (de bile) ; fig. épanchement de l’âme ; en mauv. part désordre des mœurs;
2 estuaire.
Étymologie: ἀναχέω.