ἀνάχυσις: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναχέω]]) [[ἔκχυσις]], χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. [[λιμνοθάλασσα]], «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140.
|lstext='''ἀνάχῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναχέω]]) [[ἔκχυσις]], χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. [[λιμνοθάλασσα]], «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épanchement (de bile) ; <i>fig.</i> épanchement de l’âme ; <i>en mauv. part</i> désordre des mœurs;<br /><b>2</b> estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναχέω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχῠσις Medium diacritics: ἀνάχυσις Low diacritics: ανάχυσις Capitals: ΑΝΑΧΥΣΙΣ
Transliteration A: anáchysis Transliteration B: anachysis Transliteration C: anachysis Beta Code: a)na/xusis

English (LSJ)

εως, ἡ, ἀναχέω

   A expansion, effusion, χολῆς Aret.SD1.15; ἰκτεριώδης Sor.1.48, cf. Ruf.Fr.79.9; πύου Erasistr. ap. Gal.8.318; τῶν εἰδῶν εἰς τὸ ὄν Simp.in Ph.503.32: metaph., ἀ. ψυχῆς exhilaration, Ph.2.187.    b exhalation, τοῦ ὠκεανοῦ (causing fogs) Prisc. p.341 D.    2 ἡ τῆς ἀσωτίας ἀ. excess of profligacy, 1 Ep.Pet.4.4; τοῦ ἀλόγου πάθους Ph.1.695; of enthusiasm, Metrod.Herc.831.13.    II expanse of water, e.g. estuary, Str.3.1.9: pl., ἀ. θαλάττης inundations, Max.Tyr.38.3; ἀνάχυσιν λαμβανούσης τῆς θαλάσσης Ocell.3.4.    III an expectorant, = σύμφυτον, Ps.-Dsc.4.9.

German (Pape)

[Seite 215] ἡ, das Ausgießen; bes. Stellen, in die das Meer sich bei der Fluth ergießt, aestuaria, Strab. 1, 1, 7. Uebtr., ἀσωτίας N. T, Schlaffheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχῠσις: -εως, ἡ, (ἀναχέω) ἔκχυσις, χολῆς Ἀρετ. Χρ. Νούσ. Θερ. 1. 15. 2) ἡ τῆς ἀσωτίας ἀν., τὸ τῆς ἀσωτίας ἀκόλαστον, Πέτρ. Ἐπιστ. Α. δ΄, 4. ΙΙ. λιμνοθάλασσα, «λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν μεσόγαιαν ἔχουσαι» Στράβ. Γ΄, 140.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 épanchement (de bile) ; fig. épanchement de l’âme ; en mauv. part désordre des mœurs;
2 estuaire.
Étymologie: ἀναχέω.