ἀνάπλευσις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_8) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπλευσις''': -εως, ἡ, μόνον μεταφ., [[σῆψις]] καὶ [[κατάτριψις]] τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα [[σφόδρα]] [[κίνδυνος]] εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. [[ἀναπλέω]] ΙΙΙ. | |lstext='''ἀνάπλευσις''': -εως, ἡ, μόνον μεταφ., [[σῆψις]] καὶ [[κατάτριψις]] τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα [[σφόδρα]] [[κίνδυνος]] εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. [[ἀναπλέω]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[náusea]] μὴ ἀθρόως ἀφέλκειν τοὺς δακτύλους πρὸς τὴν πρώτην ἀνάπλευσιν Archig. en Orib.8.1.20.<br /><b class="num">2</b> [[fisura]] ὀστέου Hp.<i>Coac</i>.234, ὀστέων Crit.Hist. en Gal.13.794. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A separation, splitting off, ὀστέου Hp.Coac. 234. II mounting, rising, of food in vomiting, Archig. ap. Orib. 8.1.20.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, die Fahrt stroman, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπλευσις: -εως, ἡ, μόνον μεταφ., σῆψις καὶ κατάτριψις τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα σφόδρα κίνδυνος εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. ἀναπλέω ΙΙΙ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 náusea μὴ ἀθρόως ἀφέλκειν τοὺς δακτύλους πρὸς τὴν πρώτην ἀνάπλευσιν Archig. en Orib.8.1.20.
2 fisura ὀστέου Hp.Coac.234, ὀστέων Crit.Hist. en Gal.13.794.