ἐξέγερσις: Difference between revisions
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξέγερσις''': -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, [[μετὰ]] τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C. | |lstext='''ἐξέγερσις''': -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, [[μετὰ]] τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de réveiller, d’exciter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A awakening, Plb.9.15.4 (pl.). 2 waking up, D.H.3.70, Plu.2.909d.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, das Aufwachen, Aufstehen; Pol. 9, 15, 4; D. Hal. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέγερσις: -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, μετὰ τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réveiller, d’exciter.
Étymologie: ἐξεγείρω.