ὑπεραπότισις: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(6_8) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεραπότῐσις''': -εως, ἡ, = [[ὑπερέκτισις]], τὸ ἀποτείνειν ὑπέρ τινος, Ἡσύχ. | |lstext='''ὑπεραπότῐσις''': -εως, ἡ, = [[ὑπερέκτισις]], τὸ ἀποτείνειν ὑπέρ τινος, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερέκτισις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπότισις]] «[[πληρωμή]] χρέους ή ποινής»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A gloss on ὑπερέκτισις (-έκτησις cod.), Hsch. (better -τεισις in both, v. ἔκτεισις).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραπότῐσις: -εως, ἡ, = ὑπερέκτισις, τὸ ἀποτείνειν ὑπέρ τινος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερέκτισις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀπότισις «πληρωμή χρέους ή ποινής»].