τίτθη: Difference between revisions
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τίτθη''': ἡ, (*θάω) [[τροφός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Θεσμ. 6. 9, Πλάτ., κλπ.· - [[κυρίως]], ἡ τοὺς μαστοὺς παρέχουσα εἰς τὰ βρέφη, ἡ [[θηλάστρια]], ἡ θηλάζουσα [[τροφός]], «βυζάστρα», «παραμάνα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τροφός]], Πλούτ. 2. 3C. ΙΙ. = τιτθὸς Ι, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 10., 7. 12, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 18, Ἡσύχ. | |lstext='''τίτθη''': ἡ, (*θάω) [[τροφός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Θεσμ. 6. 9, Πλάτ., κλπ.· - [[κυρίως]], ἡ τοὺς μαστοὺς παρέχουσα εἰς τὰ βρέφη, ἡ [[θηλάστρια]], ἡ θηλάζουσα [[τροφός]], «βυζάστρα», «παραμάνα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τροφός]], Πλούτ. 2. 3C. ΙΙ. = τιτθὸς Ι, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 10., 7. 12, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 18, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />nourrice.<br />'''Étymologie:''' R. Θα, sucer, têter. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A nurse, Ar.Eq.716, Th.609, Pl.R.343a, Thphr. Char.16.12.20.5, IG2729.3, al. (iii B.C.), etc.; prop. wet-nurse, αἱ τ. καὶ αἱ τροφοί Plu.2.3c, cf. Ptol.Asc.p.394H., Gal.6.686; sts. confused with τήθη (q.v.); written τιθή in Hsch., τίθθη in Com. Adesp.Oxy.1825.8 (Pap. of v A.D.); τίθθη = matertera, Gloss. (i.e. confused with τηθίς). II = τιτθός 1, Arist.HA587b17, 588a5, IG 22.1534.256.
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, auch τιτθή betont, 1) die Zitze od. Warze der weiblichen Brust, die Mutterbrust. – 2) die Amme; Ar. Equ. 713 Lys. 958; Plat. Rep. I, 343 a u. öfter, Dem. u. Folgde. – Für Großmutter ist es zweifelhafte Lesart bei Plat. Rep. X, 461 d. Vgl. τήθη.
Greek (Liddell-Scott)
τίτθη: ἡ, (*θάω) τροφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Θεσμ. 6. 9, Πλάτ., κλπ.· - κυρίως, ἡ τοὺς μαστοὺς παρέχουσα εἰς τὰ βρέφη, ἡ θηλάστρια, ἡ θηλάζουσα τροφός, «βυζάστρα», «παραμάνα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφός, Πλούτ. 2. 3C. ΙΙ. = τιτθὸς Ι, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 10., 7. 12, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 18, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nourrice.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.