σπαταλάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰτᾰλάω''': ζῶ ἀκολάστως, ἀσώτως, Πολύβ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 451, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 646a, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 15), Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 6· τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, τὰ «κακοανατεθραμμένα», Θεανὼ σ. 741 Cate· πρβλ. [[κατασπαταλάω]].
|lstext='''σπᾰτᾰλάω''': ζῶ ἀκολάστως, ἀσώτως, Πολύβ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 451, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 646a, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 15), Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 6· τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, τὰ «κακοανατεθραμμένα», Θεανὼ σ. 741 Cate· πρβλ. [[κατασπαταλάω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> vivre dans les délices;<br /><b>2</b> être efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[σπατάλη]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτᾰλάω Medium diacritics: σπαταλάω Low diacritics: σπαταλάω Capitals: ΣΠΑΤΑΛΑΩ
Transliteration A: spataláō Transliteration B: spatalaō Transliteration C: spatalao Beta Code: spatala/w

English (LSJ)

   A live softly or in excessive comfort or indulgence, Plb.36.17.7, IG14.2002 (Rome), LXX Si.21.15, 1 Ep.Ti.5.6, Ep.Jac.5.5; τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων spoilt children, Theano in Pythag.Ep.4.4, cf. Diog.Ep.28.7.

German (Pape)

[Seite 918] schwelgen, üppig leben (vgl. σπαταλός); weichlich, verzogen sein, τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, Theano.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτᾰλάω: ζῶ ἀκολάστως, ἀσώτως, Πολύβ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 451, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 646a, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 15), Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 6· τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, τὰ «κακοανατεθραμμένα», Θεανὼ σ. 741 Cate· πρβλ. κατασπαταλάω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 vivre dans les délices;
2 être efféminé.
Étymologie: σπατάλη.