ξυλόκολλα: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(6_9)
(27)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλόκολλα''': ἡ, [[κόλλα]] πρὸς κόλλησιν ξύλων, Διοσκ. 3, 91, κλ.
|lstext='''ξῠλόκολλα''': ἡ, [[κόλλα]] πρὸς κόλλησιν ξύλων, Διοσκ. 3, 91, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ξυλοκόλλα]])<br />[[κόλλα]] που χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] ξύλων.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, Holzleim, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόκολλα: ἡ, κόλλα πρὸς κόλλησιν ξύλων, Διοσκ. 3, 91, κλ.

Greek Monolingual

η (Α ξυλοκόλλα)
κόλλα που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση ξύλων.