ξυλόκολλα
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, Holzleim, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλόκολλα: ἡ, κόλλα πρὸς κόλλησιν ξύλων, Διοσκ. 3, 91, κλ.
Greek Monolingual
η (Α ξυλοκόλλα)
κόλλα που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση ξύλων.