πηνίκη: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(6_9) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηνίκη''': ἡ, [[φενάκη]], Ἀριστοφ. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 1176. Λουκ.· κατὰ τὸν Φώτ. καὶ Σουΐδ. «[[πηνίκη]]: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ [[κόμη]]. [[ἔνθεν]] καὶ πηνικίζειν τὸ ἀπατᾷν, τῆς δὲ περιθετῆς [[κόμης]] τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ [[προκόμιον]], τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν»· ἀλλ’ ἴδε [[Πολυδ]]. Β΄, 30. ― Ἀντὶ τοῦ [[πηνίκη]], τὸ [[πηνήκη]] καὶ τὸ [[φενάκη]] συνεχῶς ἀπαντῶσιν ὡς διάφ. γραφ., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 5. 3., 11. 4., 12. 5, κτλ.· τὰ δ’ ἑπόμενα παράγωγα καθιστῶσι πιθανὸν ὅτι τὸ [[πηνίκη]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[φενάκη]]. | |lstext='''πηνίκη''': ἡ, [[φενάκη]], Ἀριστοφ. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 1176. Λουκ.· κατὰ τὸν Φώτ. καὶ Σουΐδ. «[[πηνίκη]]: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ [[κόμη]]. [[ἔνθεν]] καὶ πηνικίζειν τὸ ἀπατᾷν, τῆς δὲ περιθετῆς [[κόμης]] τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ [[προκόμιον]], τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν»· ἀλλ’ ἴδε [[Πολυδ]]. Β΄, 30. ― Ἀντὶ τοῦ [[πηνίκη]], τὸ [[πηνήκη]] καὶ τὸ [[φενάκη]] συνεχῶς ἀπαντῶσιν ὡς διάφ. γραφ., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 5. 3., 11. 4., 12. 5, κτλ.· τὰ δ’ ἑπόμενα παράγωγα καθιστῶσι πιθανὸν ὅτι τὸ [[πηνίκη]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[φενάκη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πηνήκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 611] ἡ, jetzt meist πηνήκη geschrieben (scheint nur andere Form von φενάκη), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), falsches Haar, Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέθετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
πηνίκη: ἡ, φενάκη, Ἀριστοφ. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 1176. Λουκ.· κατὰ τὸν Φώτ. καὶ Σουΐδ. «πηνίκη: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ κόμη. ἔνθεν καὶ πηνικίζειν τὸ ἀπατᾷν, τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ προκόμιον, τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν»· ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Β΄, 30. ― Ἀντὶ τοῦ πηνίκη, τὸ πηνήκη καὶ τὸ φενάκη συνεχῶς ἀπαντῶσιν ὡς διάφ. γραφ., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 5. 3., 11. 4., 12. 5, κτλ.· τὰ δ’ ἑπόμενα παράγωγα καθιστῶσι πιθανὸν ὅτι τὸ πηνίκη εἶναι ἁπλῶς ἕτερος τύπος ἀντὶ τοῦ φενάκη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. πηνήκη.