καρποτοκία: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_9) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρποτοκία''': ἡ, [[καρποφορία]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2. | |lstext='''καρποτοκία''': ἡ, [[καρποφορία]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[καρποτοκία]]) [[καρποτόκος]]<br />ο [[σχηματισμός]] του καρπού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bearing of fruit, Thphr.HP1.2.1, CP2.1.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, das Fruchterzeugen, Fruchttragen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτοκία: ἡ, καρποφορία, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2.
Greek Monolingual
η (Α καρποτοκία) καρποτόκος
ο σχηματισμός του καρπού.