Ὑδατοσύδνη: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_9) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὑδᾰτοσύδνη''': ἡ, [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Καλλ. Ἀποσπ. 347· πρβλ. Ἁλοσύδνη, καὶ ἴδε Lob. Pathol. 235. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | |lstext='''Ὑδᾰτοσύδνη''': ἡ, [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Καλλ. Ἀποσπ. 347· πρβλ. Ἁλοσύδνη, καὶ ἴδε Lob. Pathol. 235. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />όνομα μιας από τις Νηρηίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. -<i>ύδνη</i>, ο [[οποίος]] απαντά και στη λ. [[ἁλοσύδνη]] και συνδέεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], με τους τ.: [[ὕδνης]]<br /><i>εἰδώς</i>, [[ἔμπειρος]] και <i>ὕδναι</i><br /><i>ἔγγονοι</i>, <i>σύντροφοι</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], με το θ. της λ. [[ὕδωρ]] (<b>βλ. λ.</b> <i>ἁλοσύνδη</i>). Η ύπαρξη του τ. <i>ὑδατοσύδνη</i>, ο [[οποίος]] εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. [[ὕδωρ]], δυσχεραίνει την [[αποδοχή]] της σύνδεσης του β' συνθετικού -<i>ύδνη</i> με τη λ. [[ὕδωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, name of a Nereïd, Call.Fr.347; formed
A like Ἁλοσύδνη. [ῡ in dact. verse.]
Greek (Liddell-Scott)
Ὑδᾰτοσύδνη: ἡ, ὄνομα Νηρηΐδος, Καλλ. Ἀποσπ. 347· πρβλ. Ἁλοσύδνη, καὶ ἴδε Lob. Pathol. 235. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
ἡ, Α
όνομα μιας από τις Νηρηίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. -ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη και συνδέεται, κατά μία άποψη, με τους τ.: ὕδνης
εἰδώς, ἔμπειρος και ὕδναι
ἔγγονοι, σύντροφοι, ενώ, κατ' άλλη άποψη, με το θ. της λ. ὕδωρ (βλ. λ. ἁλοσύνδη). Η ύπαρξη του τ. ὑδατοσύδνη, ο οποίος εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, δυσχεραίνει την αποδοχή της σύνδεσης του β' συνθετικού -ύδνη με τη λ. ὕδωρ.