πανωνία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(6_10)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνωνία''': ἡ, ἀγορὰ ἢ [[πώλησις]] πραγμάτων παντὸς εἴδους, Ζώσιμ. 2, 38.
|lstext='''πᾰνωνία''': ἡ, ἀγορὰ ἢ [[πώλησις]] πραγμάτων παντὸς εἴδους, Ζώσιμ. 2, 38.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πώληση]] ή [[αγορά]] [[κάθε]] είδους πραγμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὤνιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισ</i>-<i>ωνία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνωνία Medium diacritics: πανωνία Low diacritics: πανωνία Capitals: ΠΑΝΩΝΙΑ
Transliteration A: panōnía Transliteration B: panōnia Transliteration C: panonia Beta Code: panwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A general sale of wares, Zos.2.38.

German (Pape)

[Seite 466] ἡ, Verkauf von allerlei Waaren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνωνία: ἡ, ἀγορὰ ἢ πώλησις πραγμάτων παντὸς εἴδους, Ζώσιμ. 2, 38.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ-ωνία].