γύψος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύψος''': ἡ, κιμωλία γῆ, Ἡρόδ. 7. 69, Πλάτ. Φαίδωνι 110C. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀσβέστου μετ’ ὀξέος χαλκάνθου μεμιγμένης, gypsum, Θεόφρ. Λίθ. 64 κ ἑξ. | |lstext='''γύψος''': ἡ, κιμωλία γῆ, Ἡρόδ. 7. 69, Πλάτ. Φαίδωνι 110C. ΙΙ. [[εἶδος]] ἀσβέστου μετ’ ὀξέος χαλκάνθου μεμιγμένης, gypsum, Θεόφρ. Λίθ. 64 κ ἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />gypse, plâtre.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt sémitique -- Babiniotis aram. gassā. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A chalk, Hdt.7.69, Pl.Phd.110c. II gypsum, Thphr. Lap.64, BGU952.8 (ii/iii A. D.). III cement, Thphr.Lap.65, Ph. Bel.79.5; ἐν γύψῳ κείμενος embedded in cement, D.S.2.10, Arr.An. 2.21.4.
German (Pape)
[Seite 512] ἡ, Kreide, Her. 7, 69; Plat. Phaed. 110 c; – Gyps, Theophr.; Rufin. 14 (V, 19).
Greek (Liddell-Scott)
γύψος: ἡ, κιμωλία γῆ, Ἡρόδ. 7. 69, Πλάτ. Φαίδωνι 110C. ΙΙ. εἶδος ἀσβέστου μετ’ ὀξέος χαλκάνθου μεμιγμένης, gypsum, Θεόφρ. Λίθ. 64 κ ἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
gypse, plâtre.
Étymologie: DELG pê emprunt sémitique -- Babiniotis aram. gassā.