γονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_10)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονικός''': -ή, -όν, ([[γονή]] ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. [[ἔκκρισις]] Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) [[προγονικός]], Βυζ.
|lstext='''γονικός''': -ή, -όν, ([[γονή]] ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. [[ἔκκρισις]] Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) [[προγονικός]], Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> rel. la procreación<br /><b class="num">1</b> [[de los progenitores]], [[ancestral]] μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.<i>Lex</i>.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν [[ἔθος]] <i>SB</i> 6704.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>astrol. [[de la procreación]] τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.<br /><b class="num">2</b> [[seminal]] γ. [[ἔκκρισις]] eyaculación</i> Arist.<i>Pr</i>.879<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> rel. sus consecuencias jur. [[recibido en herencia]], [[heredado]], [[paterno]] οἰκόπεδα <i>PPar</i>.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres</i>, <i>POxy</i>.2418.4 (V/VI d.C.), <i>PMasp</i>.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις <i>PMasp</i>.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς <i>PFlor</i>.294.73 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ γονικά [[propiedad hereditaria]], <i>A.Thom.A</i> 61.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονικός Medium diacritics: γονικός Low diacritics: γονικός Capitals: ΓΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: gonikós Transliteration B: gonikos Transliteration C: gonikos Beta Code: goniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A γονή 11.1) of the seed, γ. ἔκκρισις Arist.Pr.879b28.    2 ancestral, νόμοι Tim.Lex. s.v. πατρονομούμενοι.

German (Pape)

[Seite 501] 1) zur Zeugung gehörig, ἔκκρισις Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γονικός: -ή, -όν, (γονή ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. ἔκκρισις Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) προγονικός, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I rel. la procreación
1 de los progenitores, ancestral μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.Lex.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν ἔθος SB 6704.14 (VI d.C.)
astrol. de la procreación τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.
2 seminal γ. ἔκκρισις eyaculación Arist.Pr.879b28.
II rel. sus consecuencias jur. recibido en herencia, heredado, paterno οἰκόπεδα PPar.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres, POxy.2418.4 (V/VI d.C.), PMasp.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις PMasp.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς PFlor.294.73 (VI d.C.)
subst. τὰ γονικά propiedad hereditaria, A.Thom.A 61.