πανδοκεύτρια: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανδοκεύτρια''': ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., [[φάλλαινα]] π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35. | |lstext='''πανδοκεύτρια''': ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., [[φάλλαινα]] π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />femme aubergiste.<br />'''Étymologie:''' [[πανδοκεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A hostess, Ar.Ra.114, Pl.426, Eup.9, D.C.46.6: metaph., φάλαινα π. a sea-monster ready to take all in, Ar. V.35.
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, Gastwirthinn, Ar. Plut. 426 Ran. 114 u. Sp., wie D. Cass. 46, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύτρια: ἡ, ξενοδόχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 114, Πλ. 426· μεταφορ., φάλλαινα π., ἡ ἑτοίμη νὰ καταβροχθίσῃ τὰ πάντα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme aubergiste.
Étymologie: πανδοκεύω.