πυριατός: Difference between revisions
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
(6_11) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠριᾱτός''': -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ [[χρήσιμος]] πρὸς πυρίασιν, [[κέραμος]], Γαλην. | |lstext='''πῠριᾱτός''': -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ [[χρήσιμος]] πρὸς πυρίασιν, [[κέραμος]], Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυριῶ]]<br /><b>1.</b> ο θερμαινόμενος σε [[λουτρό]] ή με [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῡ πρώτου γάλακτος». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.
Greek (Liddell-Scott)
πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πυριῶ
1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῡ πρώτου γάλακτος».