λαξευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_10) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαξευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην [[αὐτοῦ]], Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. [[τέχνη]] Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ. | |lstext='''λαξευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην [[αὐτοῦ]], Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. [[τέχνη]] Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λαξευτικός]], -ή, -όν) [[λαξευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην [[τέχνη]] του («λαξευτικό [[εργαλείο]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.Prog. in Rh.1.640 W., Phot.
German (Pape)
[Seite 15] das Steinhauen betreffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαξευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. τέχνη Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λαξευτικός, -ή, -όν) λαξευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο»).