κουφιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουφιστικός''': -ή, -όν, ἐλαφρύνων, [[ἀνακουφίζω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20. | |lstext='''κουφιστικός''': -ή, -όν, ἐλαφρύνων, [[ἀνακουφίζω]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουφιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κουφίζω]] (II)]<br />αυτός που ελαφρύνει από [[κάτι]], [[ανακουφιστικός]] («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A lightening, Arist.Cael.310a32; κ. τῶν ἐπαχθῶν relieving from... Hierocl.p.54 A.: Medic., alleviating, Antyll. ap. Orib.6.21.27 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
κουφιστικός: -ή, -όν, ἐλαφρύνων, ἀνακουφίζω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3· κ. τῶν ἐπαχθῶν, ἐλαφρύνων ἀπό..., Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 416. 20.
Greek Monolingual
κουφιστικός, -ή, -όν (Α) κουφίζω (II)]
αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.).