γυμνητικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γυμνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =[[γυμνητεία]], Στράβ. 306. | |lstext='''γυμνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =[[γυμνητεία]], Στράβ. 306. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les soldats armés à la légère.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a γυμνής, ὅπλα X.Cyr.1.2.4, Plu.Flam.4; τὸγ., = γυμνητεία, Str.7.3.17.
German (Pape)
[Seite 509] zu Leichtbewaffneten gehörig, ὅπλα Xen. Cyr. 1, 2, 4; Plut. Flamin. 4; τό γ., = γυμνητία, Strab. VII p. 306.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γυμνῆτα, ὅπλα Ξεν. Κύρ. 1.2,4, Πλούτ. Φλαμιν. 4· τὸ γυμνητικὸν =γυμνητεία, Στράβ. 306.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les soldats armés à la légère.
Étymologie: γυμνής.