Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνωτερικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωτερικός''': -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, [[φάρμακον]] ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.
|lstext='''ἀνωτερικός''': -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, [[φάρμακον]] ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui agit par en haut;<br /><b>2</b> situé dans l’intérieur des terres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνώτερος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωτερικός Medium diacritics: ἀνωτερικός Low diacritics: ανωτερικός Capitals: ΑΝΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: anōterikós Transliteration B: anōterikos Transliteration C: anoterikos Beta Code: a)nwteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1.    2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.    II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.

German (Pape)

[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνώτερος.