βάρδιστος: Difference between revisions

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάρδιστος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· [[ἕτερος]] [[τύπος]] βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.
|lstext='''βάρδιστος''': -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· [[ἕτερος]] [[τύπος]] βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.
}}
{{bailly
|btext=<i>poét. p.</i> βραδύτατος, v. [[βραδύς]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρδιστος Medium diacritics: βάρδιστος Low diacritics: βάρδιστος Capitals: ΒΑΡΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: bárdistos Transliteration B: bardistos Transliteration C: vardistos Beta Code: ba/rdistos

English (LSJ)

η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp.

   A βαρδύτερος Theoc.29.30.

German (Pape)

[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.

Greek (Liddell-Scott)

βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.

French (Bailly abrégé)

poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.