πλατύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύτης''': -ητος, ἡ, [[πλάτος]], εὖρος, [[ἥπατος]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· θηρίων Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11. 2) [[πλατύτης]], ἑρμηνείας, ἡ κατὰ [[πλάτος]], Διογ. Λ. 3. 4. | |lstext='''πλᾰτύτης''': -ητος, ἡ, [[πλάτος]], εὖρος, [[ἥπατος]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· θηρίων Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11. 2) [[πλατύτης]], ἑρμηνείας, ἡ κατὰ [[πλάτος]], Διογ. Λ. 3. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />largeur.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ,
A breadth, width, of the liver, Hp.VM22; of animals, X.Cyr.1.4.11. 2 amplitude, ἑρμηνείας D.L.3.4. 3 breadth of pronunciation, Demetr.Eloc.177.
German (Pape)
[Seite 627] ητος, ἡ, Breite, Weite, Xen. Cyr. 1, 4, 11.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, εὖρος, ἥπατος Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· θηρίων Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11. 2) πλατύτης, ἑρμηνείας, ἡ κατὰ πλάτος, Διογ. Λ. 3. 4.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
largeur.
Étymologie: πλατύς.