διπλοΐς: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διπλοΐς''': ΐδος, ἡ, διπλοῦν [[ἱμάτιον]], ὡς τὸ [[δίπλαξ]], Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ [[συνήθης]] ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 49. ΙΙ. [[διπλόη]] Ι, Ἱππ. 469. 10. | |lstext='''διπλοΐς''': ΐδος, ἡ, διπλοῦν [[ἱμάτιον]], ὡς τὸ [[δίπλαξ]], Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ [[συνήθης]] ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 49. ΙΙ. [[διπλόη]] Ι, Ἱππ. 469. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ΐδος (ἡ) :<br /><b>1</b> (<i>s.e.</i> [[χλαῖνα]]) manteau qu’on met en double;<br /><b>2</b> suture du crâne.<br />'''Étymologie:''' [[διπλόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ΐδος, ἡ,
A double cloak, LXX 1 Ki.2.19, J.AJ6.14.2, etc.; worn by Cynics, AP7.65 (Antip. (?)). II = διπλόη 1, Hp.Morb. 2.23. 2 abscess in horse's ear, Hippiatr.17.
Greek (Liddell-Scott)
διπλοΐς: ΐδος, ἡ, διπλοῦν ἱμάτιον, ὡς τὸ δίπλαξ, Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ συνήθης ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, Πολυδ. Ζ΄, 49. ΙΙ. διπλόη Ι, Ἱππ. 469. 10.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
1 (s.e. χλαῖνα) manteau qu’on met en double;
2 suture du crâne.
Étymologie: διπλόος.