σπαθίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(6_12)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰθίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπάθη]], 1) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν [[ξίφος]], Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. [[ὕφασμα]] πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε [[σπάθη]] Ι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36, Ἡσύχ.
|lstext='''σπᾰθίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπάθη]], 1) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν [[ξίφος]], Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. [[ὕφασμα]] πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε [[σπάθη]] Ι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br />[[σπάτουλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυκνά]] υφασμένο [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθίς Medium diacritics: σπαθίς Low diacritics: σπαθίς Capitals: ΣΠΑΘΙΣ
Transliteration A: spathís Transliteration B: spathis Transliteration C: spathis Beta Code: spaqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,=

   A σπάθη 2, spatula, Ar.Fr.205, Eub.100; σ. ἀργυρ[ᾶ] IG12.386.17 (unless in signf. 11).    II garment of closely-woven cloth (v. σπάθη 1), ib.22.1469.131, 1517.201, cf. Poll.7.36, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, = σπάθη, die Spatel, Poll. 10, 120. Auch ein mit der σπάθη auf dem senkrechten Webstuhle geschlagenes, dicht gewebtes Gewand, Poll. 7, 36, wie σπαθητός.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθίς: -ίδος, ἡ, = σπάθη, 1) πλατὺ κοχλιάριον ἐν εἴδει πτυαρίου spatula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 7. 2) μικρὸν ξίφος, Γραμμ. ἐν Βιβλ. Coisl. σ. 514. ΙΙ. ὕφασμα πυκνῶς ὑφασμένον (ἴδε σπάθη Ι), Πολυδ. Ζ΄, 36, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
σπάτουλα
αρχ.
πυκνά υφασμένο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].