ἀκμής: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: ([[κάμνω]]): = [[ἀκάμας]], ὁ μὴ ἀποκάμνων, [[ἀκαταπόνητος]], Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 ([[ἔνθα]] κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13. | |lstext='''ἀκμής''': ῆτος, ὁ, ἡ, [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: ([[κάμνω]]): = [[ἀκάμας]], ὁ μὴ ἀποκάμνων, [[ἀκαταπόνητος]], Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 ([[ἔνθα]] κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ, τό)<br />non fatigué, frais.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κάμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—
A untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: ἀ, κάμνω.