ἀσκαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(6_12)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκαρίς''': -ίδος, ἡ, [[σκώληξ]] τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη [[τρία]], ἥ τε ὀνομαζομένη [[πλατεῖα]] καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. [[ἕλμινς]] ΙΙ. τὸ [[ἔμβρυον]] τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ.
|lstext='''ἀσκαρίς''': -ίδος, ἡ, [[σκώληξ]] τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη [[τρία]], ἥ τε ὀνομαζομένη [[πλατεῖα]] καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. [[ἕλμινς]] ΙΙ. τὸ [[ἔμβρυον]] τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />entom.<br /><b class="num">1</b> [[ascáride]], [[lombriz intestinal]] Hp.<i>Aph</i>.3.26, <i>Prorrh</i>.1.138, Arist.<i>HA</i> 551<sup>a</sup>10.<br /><b class="num">2</b> [[larva]] del estro o moscardón, Arist.<i>HA</i> 551<sup>b</sup>27, del mosquito, Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>5.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de [[ἀσκαρίζω]] q.u.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκαρίς Medium diacritics: ἀσκαρίς Low diacritics: ασκαρίς Capitals: ΑΣΚΑΡΙΣ
Transliteration A: askarís Transliteration B: askaris Transliteration C: askaris Beta Code: a)skari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A worm in the intestines, Hp.Aph.3.26, Arist.HA 551a10.    II larva of the ἐμπίς, ib.551b27.

German (Pape)

[Seite 370] ίδος, ἡ, sowohl ein Eingeweidewurm, als auch die Larve einer Wassermücke, Arist. H. A. 5, 19. Bei Hippocr. kleine Würmer im Mastdarm, bes. der Kinder.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαρίς: -ίδος, ἡ, σκώληξ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη τρία, ἥ τε ὀνομαζομένη πλατεῖα καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. ἕλμινς ΙΙ. τὸ ἔμβρυον τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
entom.
1 ascáride, lombriz intestinal Hp.Aph.3.26, Prorrh.1.138, Arist.HA 551a10.
2 larva del estro o moscardón, Arist.HA 551b27, del mosquito, Arist.HA 487b5.

• Etimología: Deriv. de ἀσκαρίζω q.u.