λάκτις: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_12)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάκτις''': -ιος, ἡ, [[ὕπερος]], «γουδοχέρι», Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νικ. Θηρ. 109.
|lstext='''λάκτις''': -ιος, ἡ, [[ὕπερος]], «γουδοχέρι», Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νικ. Θηρ. 109.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάκτις]], -ιος, ἡ (Α)<br />[[κόπανος]], [[γουδοχέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λάκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[λάζω]] ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από [[λακτίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκτις Medium diacritics: λάκτις Low diacritics: λάκτις Capitals: ΛΑΚΤΙΣ
Transliteration A: láktis Transliteration B: laktis Transliteration C: laktis Beta Code: la/ktis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A pestle, Call.Fr.178, Nic.Th.109.

German (Pape)

[Seite 9] ιος, ἡ, Keule zum Stampfen, Zerstoßen; Nic. Ther. 108; Callim. fr. 178; Haken, p. 90.

Greek (Liddell-Scott)

λάκτις: -ιος, ἡ, ὕπερος, «γουδοχέρι», Καλλ. Ἀποσπ. 178, Νικ. Θηρ. 109.

Greek Monolingual

λάκτις, -ιος, ἡ (Α)
κόπανος, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λάκτης < λάζω ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από λακτίζω.