διοράω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοράω''': μέλλ. -όψομαι, [[βλέπω]] διὰ μέσου, [[βλέπω]] καθαρῶς, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 30· δ. τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. ΙΙ. [[διακρίνω]], τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Ἰσοκρ. 20C, 29Ε· [[πότε]] ὑπάρχει καὶ [[πότε]] οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 12, 7· πρβλ. [[διεῖδον]].
|lstext='''διοράω''': μέλλ. -όψομαι, [[βλέπω]] διὰ μέσου, [[βλέπω]] καθαρῶς, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 30· δ. τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. ΙΙ. [[διακρίνω]], τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Ἰσοκρ. 20C, 29Ε· [[πότε]] ὑπάρχει καὶ [[πότε]] οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 12, 7· πρβλ. [[διεῖδον]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> [[διόψομαι]], <i>ao.</i> [[διεῖδον]];<br /><b>I.</b> ([[διά]] marquant la séparation) discerner, distinguer;<br /><b>II.</b> ([[διά]] à travers);<br /><b>1</b> voir à travers;<br /><b>2</b> voir <i>ou</i> connaître à fond, voir clairement ; <i>fig.</i> se rendre compte, comprendre parfaitement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὁράω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοράω Medium diacritics: διοράω Low diacritics: διοράω Capitals: ΔΙΟΡΑΩ
Transliteration A: dioráō Transliteration B: dioraō Transliteration C: diorao Beta Code: diora/w

English (LSJ)

   A see through, see clearly, X.An.5.2.30; δ. τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c, etc.    II distinguish, τοὺς . . κολακεύοντας καὶ τοὺς . . θεραπεύοντας Isoc.2.28; τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Id.3.16; πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ οὐ ῥᾴδιον διιδεῖν Arist.Mete.390a20; δόξας διορᾶν Epicur.Nat.15.24, cf. 11.8.

Greek (Liddell-Scott)

διοράω: μέλλ. -όψομαι, βλέπω διὰ μέσου, βλέπω καθαρῶς, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 30· δ. τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. ΙΙ. διακρίνω, τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Ἰσοκρ. 20C, 29Ε· πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 12, 7· πρβλ. διεῖδον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. διόψομαι, ao. διεῖδον;
I. (διά marquant la séparation) discerner, distinguer;
II. (διά à travers);
1 voir à travers;
2 voir ou connaître à fond, voir clairement ; fig. se rendre compte, comprendre parfaitement, acc..
Étymologie: διά, ὁράω.