διακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
}}
{{bailly
|btext=transporter ; <i>Pass.</i> être transporté, se transporter à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κομίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 582] hinüberschaffen, -fahren, σταδίους πέντε, Her. 1, 31; übersetzen, εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 75; Pol. 1, 20, Sp. – Med., zu sich hinüberschaffen, νεκρούς Thuc. 1, 89. – Pass., übergesetzt werden, Thuc. 1, 136; übh. = übergehen, Thuc. 3, 23; εἰς ἀγριώτερον τόπον διακομισθείς Plat. Legg. X, 905 b; sogar βίον ἄριστα διακομισθησόμεθα, VII, 803 b.

Greek (Liddell-Scott)

διακομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταφέρω, μεταβιβάζω, εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· πέντε σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., μεταβιβάζω τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· διέρχομαι, διαβαίνω, ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.

French (Bailly abrégé)

transporter ; Pass. être transporté, se transporter à travers;
Moy. διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.
Étymologie: διά, κομίζω.