ψωμίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψωμίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] [[τρέφω]] ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ [[στόμα]], ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, [[τρέφω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., [[ἐπίσταμαι]] γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.
|lstext='''ψωμίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] [[τρέφω]] ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ [[στόμα]], ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, [[τρέφω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., [[ἐπίσταμαι]] γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> ψωμιῶ;<br />mettre les morceaux dans la bouche, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ψωμός]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωμίζω Medium diacritics: ψωμίζω Low diacritics: ψωμίζω Capitals: ΨΩΜΙΖΩ
Transliteration A: psōmízō Transliteration B: psōmizō Transliteration C: psomizo Beta Code: ywmi/zw

English (LSJ)

fut. Att.

   A -ιῶ LXXNu.11.4:—feed by putting little bits into the mouth, as nurses do to children, Ar.Th.692, Lys.19, Hp.Morb. 4.54; or sick people, Id.Epid.7.3; ψ. τινά τι LXX l. c.:—Pass., ἐπίσταμαι γὰρ... οἷς ψωμίζεται with what tit-bits he is fed, Ar.Eq. 715.    II give food by hand, σῖτον οὐδ' ἐάν τις ψωμίζῃ δύνανται καταπιεῖν Arist.HA592a30; bestow for food, ψ. πάντα τὰ ὑπάρχοντα 1 Ep.Cor.13.3.    2 bait, ἄγκιστρον PFay.2 iii 14 (Lyr.Adesp.).

German (Pape)

[Seite 1405] Einen füttern, indem man ihm die Bissen, die man gekau't hat, in den Mund steckt, Ar. Lys. 19 Th. 692; übh. füttern, mästen, τινά τινι, Equ. 715.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κυρίως τρέφω ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ στόμα, ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, τρέφω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., ἐπίσταμαι γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.

French (Bailly abrégé)

f. att. ψωμιῶ;
mettre les morceaux dans la bouche, acc..
Étymologie: ψωμός.