μετακόπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_14)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακόπτω''': μέλλ. -ψω, [[κόπτω]] ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.
|lstext='''μετακόπτω''': μέλλ. -ψω, [[κόπτω]] ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετακόπτω]] (Α)<br />(σχετικά με [[νόμισμα]]) [[κόβω]] εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό [[χάραγμα]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακόπτω Medium diacritics: μετακόπτω Low diacritics: μετακόπτω Capitals: ΜΕΤΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: metakóptō Transliteration B: metakoptō Transliteration C: metakopto Beta Code: metako/ptw

English (LSJ)

   A stamp, coin anew, Polyaen.6.9.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 148] umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μετακόπτω: μέλλ. -ψω, κόπτω ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.

Greek Monolingual

μετακόπτω (Α)
(σχετικά με νόμισμα) κόβω εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό χάραγμα.