περικυλινδέω: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικῠλινδέω''': μεταγεν. -[[κυλίω]] [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ [[τῇδε]] κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι [[πέριξ]], Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε. | |lstext='''περικῠλινδέω''': μεταγεν. -[[κυλίω]] [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ [[τῇδε]] κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι [[πέριξ]], Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[περικυλίω]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κυλινδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut. -
A κυλίσω Vett.Val.115.21: aor. 1 -εκύλῑσα :—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ar.Pax 7; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα D.H.9.21, cf. D.S.18.34 :— Pass., of an infant, Sor.1.85 ; of the shoulder in reducing dislocation, Gal.18(1).327 : abs., roll about, Pl.Lg.893e : metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι Vett.Val.42.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.206; εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.572.
Greek (Liddell-Scott)
περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ τῇδε κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι πέριξ, Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε.