δυσμενέων: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμενέων''': μετοχικὸς [[τύπος]] ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, [[ἐχθρός]], Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες [[αὐτόθι]] 73, Υ. 314. | |lstext='''δυσμενέων''': μετοχικὸς [[τύπος]] ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, [[ἐχθρός]], Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες [[αὐτόθι]] 73, Υ. 314. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. prés. masc. de l’inusité</i> *δυσμενέω, <i>c.</i> [[δυσμεναίνω]] : mécontent, fâché. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
participial form, only masc.,
A bearing ill-will, hostile, Od.2.72; δυσμενέοντες ib.73, 20.314.
German (Pape)
[Seite 683] οντος, feindlich gesinnt, einzeln stehendes particip., verhält sich zu δυσμενής wie ὑπερμενέων zu ὑπερμενής. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 δυσμενέων, 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμενέων: μετοχικὸς τύπος ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, ἐχθρός, Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες αὐτόθι 73, Υ. 314.
French (Bailly abrégé)
part. prés. masc. de l’inusité *δυσμενέω, c. δυσμεναίνω : mécontent, fâché.