ὑπερμενής
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
ὑπερμενές, (μένος) exceedingly mighty, epithet of Zeus, Il.2.116,350,403, al., Hes. Cat.Oxy.1358 Fr.1.11, al.; ὑπερμενέες βασιλῆες Il.8.236, al.; ἐπίκουροι 17.362.
German (Pape)
[Seite 1198] ές, übermächtig, übergewaltig; Κρονίων, Il. 2, 350. 8, 470 u, öfter, wie Hes.; auch βασιλῆες, Iliad. 8, 236 Od. 13, 205; ἐπίκουρος, 17, 362. – Später auch im tadelnden Sinne, übermütig, gewaltthätig.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très fort, très puissant.
Étymologie: ὑπέρ, μένος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμενής: могущественный, могучий (Κρονίων, βασιλῆες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμενής: -ές, (μένος) ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, κραταιότατος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Β. 116, 350, 403, κ. ἀλλ., Ἡσ.· ὑπερμενέες βασιλῆες Ἰλ. Θ. 236, κ. ἀλλ.· ἐπίκουροι Ρ. 362· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μνηστήρων, ὡς τὸ ὑπερηνορέοντες, Ὀδ. Τ. 62. Λέξις Ἐπική. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερμενής· μεγάλην ἔχων ἰσχύν».
English (Autenrieth)
ές (μένος): high-spirited, exalted.
English (Slater)
ὑπερμενής surpassingly strong ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν fr. 184.
Greek Monolingual
-ες, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός) κραταιότατος, παντοδύναμος.
επίρρ...
ὑπερμενέως Α
με κραταιότατο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μενής (< μένος), πρβλ. ἐμμενής].
Greek Monotonic
ὑπερμενής: -ές (μένος), υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, υπερβολικά δυναμικός, κραταιός, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑπερ-μενής, ές μένος
exceeding mighty, exceeding strong, Hom., Hes.
Translations
omnipotent
Arabic: عَلَى كُلِّ شَيْءٍ قَدِيرٌ; Armenian: ամենազոր, ամենակարող; Bulgarian: всемогъщ; Catalan: omnipotent; Chinese Mandarin: 全能的; Czech: všemohoucí, všemocný; Dutch: almachtig; Esperanto: ĉiopova; Finnish: kaikkivoipa, kaikkivaltias; French: omnipotent; Old French: omnipotent; Georgian: ყოვლისშემძლე, ყოვლადძლიერი; German: allmächtig, omnipotent; Greek: παντοδύναμος; Ancient Greek: παγκρατής, παγκράτωρ, παμβίας, παναλκής, πανδύναμος, πανσθενής, πανταρκής, παντεξούσιος, παντοδύναμος, παντοκράτωρ, παντοποιός, τέλειος, τέλεος, ὑπερμενής; Hebrew: כל יכול; Hungarian: mindenható; Icelandic: almáttugur; Indonesian: mahakuasa; Irish: uilechumhachtach, mórchumhachtach, ollchumhachtach; Italian: onnipotente; Japanese: 全能の; Latin: omnipotens; Macedonian: семоќен; Norwegian Bokmål: allmektig; Nynorsk: allmektig; Occitan: omnipotent; Old English: ælmihtiġ; Old Occitan: omnipotent; Polish: wszechmocny; Portuguese: omnipotente, onipotente, todo-poderoso; Romanian: omnipotent, atotputernic; Russian: всемогущий, всесильный; Serbo-Croatian Cyrillic: свемогућ, свемоћан; Latin: svemoguć, svemoćan; Spanish: omnipotente, todopoderoso; Swedish: omnipotent, allsmäktig; Tagalog: kayanggawinlahat; Telugu: సర్వ శక్తివంతుడు; Turkish: muktedir; Ukrainian: всесильний, всемогутній; Vietnamese: toàn năng; Welsh: hollalluog
all-powerful
Armenian: ամենազոր, ամենակարող; Catalan: totpoderós; Danish: almægtig; Esperanto: ĉiopova; Finnish: kaikkivoipa, kaikkivaltias; Georgian: ყოვლისშემძლე; German: allmächtig; Ancient Greek: παντοκράτωρ; Irish: uilechumhachtach; Latin: omnipotens; Norwegian Bokmål: allmektig; Nynorsk: allmektig; Old English: ælmihtiġ; Russian: всемогущий; Scottish Gaelic: uile-neartmhor; Ukrainian: всесильний