διαρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρέω''': μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) [[ἐκφεύγω]] διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, [[κάμνω]] νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ [[ἔδαφος]] διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. [[διαρρέω]] ὡς [[ὕδωρ]], ἐξαφανίζομαι, [[χάρις]] διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, [[φθίνω]], [[πάλιν]] διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων [[καθόλου]], δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, [[διάγω]] ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
|lstext='''διαρρέω''': μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου [[αὐτοῦ]] Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) [[ἐκφεύγω]] διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, [[κάμνω]] νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ [[ἔδαφος]] διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. [[διαρρέω]] ὡς [[ὕδωρ]], ἐξαφανίζομαι, [[χάρις]] διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, [[φθίνω]], [[πάλιν]] διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων [[καθόλου]], δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, [[διάγω]] ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d’autre ; se dissoudre, s’échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> se répandre de côté et d’autre;<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> couler à travers;<br /><b>2</b> suinter ; <i>en parl. d’un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> couler <i>ou</i> glisser à travers : [[τῶν]] [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ [[τῶν]] δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρέω Medium diacritics: διαρρέω Low diacritics: διαρρέω Capitals: ΔΙΑΡΡΕΩ
Transliteration A: diarréō Transliteration B: diarreō Transliteration C: diarreo Beta Code: diarre/w

English (LSJ)

   A flow through, διὰ μέσου Hdt.7.108; δ. μέσου αὐτοῦ Ael. VH3.1: c. acc., τὴν χώραν Isoc.11.14; δ. εἰς τὴν θάλατταν, of rivers, Arist.HA569a20:—Pass., Epicur.Ep.2p.47U.; to be drenched, ἱδρῶτι Hld.10.13; of a country, ποταμοῖς διαρρεῖσθαι Plu.2.951f: also intr. in Act., τὸ ἔδαφος διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Thphr.Ign. 41.    2 slip through, τῶν χειρῶν Luc.Anach.28; διὰ τῶν δακτύλων Id.DMort.17.1.    3 of a vessel, leak, ib.10.1.    4 of a report, fade away, die away, Plu.Aem.24.    5 χείλη διερρυηκότα gaping lips, Ar.Nu.873.    II fall away like water, die or waste away, χάρις διαρρεῖ S.Aj.1267; of the moon, wane, πάλιν διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται Id.Fr.871.8; to be 'boiled to rags', Ar.V.1156; of money, μὴ λαθεῖν διαρρυὲν τἀργύριον D.37.54; of soldiers, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας Plb.1.74.10; δ. κατὰ πόλεις Plu.Sull.27, etc.; also δ. ὑπὸ πλούτου καὶ μαλακίας, Lat. diffluere luxuria, Id.2.32f, cf. Ages.14, Luc.DMort.11.4, etc.; δ. τῷ βίῳ lead a loose life, Ael.VH9.24.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρέω: μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου αὐτοῦ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, κάθυγρος, ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) ἐκφεύγω διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, κάμνω νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ ἔδαφος διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. διαρρέω ὡς ὕδωρ, ἐξαφανίζομαι, χάρις διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, φθίνω, πάλιν διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων καθόλου, δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, διάγω ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.

French (Bailly abrégé)

f. διαρρεύσομαι, ao.2 διερρύην, pf. διερρύηκα;
I. (διά, en séparant);
1 litt. couler de côté et d’autre ; se dissoudre, s’échapper, se perdre ; en parl. de pers. être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. τῷ βίῳ ÉL mener une vie dissolue;
2 se répandre de côté et d’autre;
3 si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;
II. (διά, à travers);
1 couler à travers;
2 suinter ; en parl. d’un navire faire eau;
3 couler ou glisser à travers : τῶν χειρῶν LUC à travers les mains ; διὰ τῶν δακτύλων LUC à travers les doigts.
Étymologie: διά, ῥέω.