φρυγμός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
(6_14) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρυγμός''': ὁ «φρυγάνισμα» Ἡσύχ. | |lstext='''φρυγμός''': ὁ «φρυγάνισμα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[φρύγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[φρύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A drying, roasting, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, das Dörren, Rösten, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρυγμός: ὁ «φρυγάνισμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ φρύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φρύγω.