σόκκος: Difference between revisions
From LSJ
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(6_14) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σόκκος''': ὁ, [[εἶδος]] βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «[[σκάλα]]»· ― σοκκεύω, -ίζω, [[κάμνω]] χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν. | |lstext='''σόκκος''': ὁ, [[εἶδος]] βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «[[σκάλα]]»· ― σοκκεύω, -ίζω, [[κάμνω]] χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.
Greek (Liddell-Scott)
σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].